ἐπίσπῃς

ἐπίσπῃς
ἐφέπω
ply
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”